- αντιδιαβαίνω
- ἀντιδιαβαίνω (Α)περνώ, εισβάλλω στη χώρα κάποιου που εισέβαλε στη δική μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιδιαβάντων — ἀντιδιαβαίνω cross over in turn aor part act masc/neut gen pl ἀντιδιαβαίνω cross over in turn aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιαβαίνοντες — ἀντιδιαβαίνω cross over in turn pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιαβῆναι — ἀντιδιαβαίνω cross over in turn aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)